-
1 προσαγορεύω
προσᾰγορ-εύω, [dialect] Att. [tense] aor. being προσεῖπον, [tense] fut. and [tense] pf. προσερῶ, προσείρηκα (but προσαγορεῦσαι occurs in X.Mem.3.2.1,Aπροσαγορεύσομεν Pl.Tht. 147e
), [tense] aor. [voice] Pass. προσερρήθην (butπροσηγορεύθην A.Pr. 834
, Anaxil.21.4, Philem.101.6); coupled with προσείποις, προσρητέον in Pl.Tht. 152d, 182d sq.:—address, greet,ἀλλήλους Hdt.1.134
, 2.80; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα in misfortune we are not spoken to, Th.6.16;π. τοὺς νέους δι' εὐχῆς Pl.Lg. 823d
;πόρρωθεν π. Thphr.Char.5.2
;ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους π. Pl.Ep. 315b
.2 c. dupl. acc., address or greet as so and so, (lyr.);τὸν αὐτὸν πατέρα π. X.Cyr.8.7.14
;βασιλέα π. τινά Plu.Aem.8
:—[voice] Pass., ; -αγορευθεὶς αὐτοκράτωρ, Lat. imperator consalutatus, Plu.Pomp.8, etc.3 simply, call by name, call so and so,τὸν Ἀγαμέμνονα π. ποιμένα λαῶν X.Mem.3.2.1
;τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Pl.R. 428d
, cf. Grg. 474e, Sph. 216c, Lycurg. 26;π. τινὰ ὀνόματι Antipho 6.40
, cf. Pl.Plt. 291e, Tht. 147e, etc.;ὀνομαστὶ π. X.Cyr.5.3.47
;τοῦτο τοὔνομα π. σφᾶς αὐτούς Plb.1.8.1
:— [voice] Pass., to be called, Hecat.129J., etc.;π. ἑταίρα Anaxil.
l. c.;λίθος Philem.
l.c.; freq. in Pl., R. 597e, Phlb. 54a; τῷ τοῦ ὅλου ὀνόματι, ἑνὶ ὀν. π., Id.Smp. 205c, Sph. 219b, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγορεύω
См. также в других словарях:
προσαγορεύω — ΝΜΑ [ἀγορεύω] 1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση 2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμω αρχ. 1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι»,… … Dictionary of Greek